- παραθύρου
- παράθυροςstone forming part of a side-doorfem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κούφωμα — Γενικός όρος που υποδηλώνει κάθε εξάρτημα, στοιχείο ή μηχανισμό, σταθερά προσαρμοσμένο στους τοίχους ενός κτιρίου –του οποίου αποτελεί διακοσμητικό ή προστατευτικό συμπλήρωμα– και είναι αυστηρά εναρμονισμένο με τα κατασκευαστικά χαρακτηριστικά… … Dictionary of Greek
οπισθόθολος — ο 1. θόλος που βρίσκεται πάνω από το άνοιγμα θύρας ή παραθύρου, που το καμπύλο τμήμα τής όψης του διαφέρει από το καμπύλο τμήμα τού βάθους 2. θόλος θύρας ή παραθύρου με τοξοειδές ανώφλι ο οποίος περιορίζει από πάνω την εύρυνση τής θύρας ή τού… … Dictionary of Greek
κτίσιμο — και χτίσιμο, το (Μ κτίσιμο[ν]) ανέγερση οικοδομής ή τοίχου («το κτίσιμο τού σπιτιού βάσταξε έναν χρόνο») 2. ίδρυση, θεμελίωση 3. απόφραξη θύρας, παραθύρου ή άλλου ανοίγματος με τοίχο («το κτίσιμο τού παραθύρου θα κόψει το κρύο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ … Dictionary of Greek
περβάζι — και πρεβάζι, το 1. πλαίσιο θύρας ή παραθύρου από ξύλο ή μέταλλο 2. το κάτω τμήμα τού πλαισίου ενός παραθύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. pervaz] … Dictionary of Greek
γίγγλυμος — ο (Α γίγγλυμος και γιγγλυμός) γωνιώδης άρθρωση, κλείδωση που επιτρέπει κίνηση κατά ένα άξονα (όπως η άρθρωση τού αγκώνα) αρχ. 1. στρόφιγγα, μεντεσές πόρτας, παραθύρου ή άλλου αντικειμένου 2. πόρπη 3. σύνδεσμος, κούμπωμα στον θώρακα τής πανοπλίας… … Dictionary of Greek
εξώφυλλο — το 1. το εξωτερικό φύλλο βιβλίου 2. το εξωτερικό φύλλο παραθύρου 3. στον πληθ. τα τραπουλόχαρτα που αφαιρούνται ως περιττά σ ένα παιχνίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγ. Βλάχο. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. outpaper)] … Dictionary of Greek
ζύγωθρο — το (Μ ζύγωθρον) ο μοχλός που συνέχει και συγκρατεί κλειστά τα δύο φύλλα θύρας ή παραθύρου, το ζυγόθυρο, ο σύρτης, η αμπάρα, το μάνταλο νεοελλ. (μηχαν.) εξάρτημα τών εμβολοφόρων μηχανών εσωτερικής καύσης μέσω τού οποίου επιτυγχάνεται η μετάδοση… … Dictionary of Greek
ημιστηθαίο — το τοίχος που χρησιμεύει στην υποστήριξη παραθύρου, κν. ποδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + στηθαίο «θωράκιο» (< στήθος)] … Dictionary of Greek
θυριδεύς — θυριδεύς, ὁ (Α) επιγρ. το πλαίσιο τής θυρίδας, δηλ. τού παραθύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυρίς, ίδος, υποκορ. τού θύρα + κατάλ. εύς, πρβλ. γραμματ εύς, ιππ εύς] … Dictionary of Greek
θύρωμα — το (Α θύρωμα) [θυρώ] το πλαίσιο θύρας ή παραθύρου, το περβάζι, το κούφωμα νεοελλ. τα ανοίγματα που αφήνονται στην οικοδομή και χρησιμοποιούνται για εντοίχιση τών θυρών αρχ. 1. επιφάνεια μαρμάρινη ή πλαισιωμένη από τοίχο ή ξύλο την οποία… … Dictionary of Greek